σφυροδράπανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφυροδράπανο τα σφυροδράπανα
      γενική του σφυροδράπανου
σφυροδραπάνου
των σφυροδράπανων
σφυροδραπάνων
    αιτιατική το σφυροδράπανο τα σφυροδράπανα
     κλητική σφυροδράπανο σφυροδράπανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφυροδράπανο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφυροδράπανο ουδέτερο

  1. ταλαντούμενη σφύρα, ταλαντευόμενη ηλεκτρική (χαμηλής ισχύος) ή υδραυλική (υψηλής ισχύος) σφύρα
  2. δονούμενο ηλεκτρικό τρυπάνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]