σχέδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σχέδιος, σχεδία, σχέδιον
- επιτόπιος, κοντινός, πρόχειρος με την έννοια της άμεσης πρόσβασης
- εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (στη μάχη)
- (χρονικά) προσωρινός, περιστασιακός
- χωρίς προμελέτη, ο μη επιμελημένος, αυτοσχέδιος
- ευτελής, κοινός, συνήθης (μεταγενέστερη έννοια)
- αιφνιδιαστικός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἐπὶ σχεδίου : επιρρηματική χρήση, προσωρινά, περιστασιακά, τυχαία