σχίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

σχίζομαι, π.αόρ.: σχίσθηκα, μτχ.π.π.: σχισμένος, (ενεργ.: σχίζω)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]