Μετάβαση στο περιεχόμενο

σχεδιάγραμμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχεδιάγραμμα τα σχεδιαγράμματα
      γενική του σχεδιαγράμματος των σχεδιαγραμμάτων
    αιτιατική το σχεδιάγραμμα τα σχεδιαγράμματα
     κλητική σχεδιάγραμμα σχεδιαγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχεδιάγραμμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σχεδιάγραμμα ουδέτερο

  1. γραφική παράσταση, υπό κλίμακα, ενός ανοιχτού ή κλειστού χώρου
      το σχεδιάγραμμα ένος σπιτιού
  2. καταγραφή των κύριων σημείων ενός κειμένου πριν από την τελική του επεξεργασία
      το σχεδιάγραμμα της έκθεσης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]