σχεδιάγραμμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχεδιάγραμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχεδιάγραμμα ουδέτερο
- γραφική παράσταση, υπό κλίμακα, ενός ανοιχτού ή κλειστού χώρου
- ⮡ το σχεδιάγραμμα ένος σπιτιού
- καταγραφή των κύριων σημείων ενός κειμένου πριν από την τελική του επεξεργασία
- ⮡ το σχεδιάγραμμα της έκθεσης