σχεδιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχεδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σχεδιάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sçe.ði.aˈzme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
σχεδιασμένος -η -ο
- απεικονισμένος με σχέδιο
- προγραμματισμένος να εξελιχθεί ή να λειτουργεί κατά ένα ορισμένο τρόπο