σχεδιοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχεδιοποιημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
σχεδιοποιημένος, -η, -ο
- (σπάνιο) δομημένος βάσει σχεδίου
- σχεδιοποιημένη οικονομία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχεδιοποιημένος
|