Μετάβαση στο περιεχόμενο

σχετικά

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχετικά < σχετικός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σχετικά

  1. σε σχέση με κάτι ή κάποιον
  2. συγκριτικά με κάτι ή κάποιον

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σχετικά
      γενική των σχετικών
    αιτιατική τα σχετικά
     κλητική σχετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σχετικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

σχετικά με (en)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σχετικά