σχετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]σχετικά
- σε σχέση με κάτι ή κάποιον
- συγκριτικά με κάτι ή κάποιον
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σχετικά | ||
γενική | των | σχετικών | ||
αιτιατική | τα | σχετικά | ||
κλητική | σχετικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχετικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ό,τι σχετίζεται με όσα πριν συζητήθηκαν ή αναφέρθηκαν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίρρημα
Πρόθεση
[επεξεργασία]σχετικά με (en)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχετικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σχετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σχετικός
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Προθέσεις (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)