σχετικιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχετικιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχετικιστής αρσενικό
- (φυσική), (παρωχημένο) φυσικός που αποδέχεται πλήρως την γενική αϊνστάινια σχετικότητα
- Σημειώσεις: δεν χρησιμοποιείται πλέον διότι η γενική σχετικότητα δεν αναλύει τις σωματιδιακές αλληλεπιδράσεις θεμελιωδώς, απλώς προβλέπει σωματιδιακές συμπεριφορές
- (φιλοσοφία) οπαδός του σχετικισμού
- αυτός που θεωρεί ότι όλες οι απόψεις έχουν την ίδια ισχύ και μόνο οι μεταξύ τους σχέσεις δύναται να την μεταβάλλουν (την ισχύ των απόψεων) υποκειμενικώς σχετικιστικά
- Δείτε επίσης: σχετικισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχετικιστής