σχετικιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sçe.ti.ci.stiˈka/
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σχετικιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σχετικιστικός