σχετισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σχετίζω και σχετίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
σχετισμένος, -η, -ο
- {{βλ|σχετίζω]] και [[σχετίζομαι}}
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετισμένος