σχετλιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχετλιαστικός η σχετλιαστική το σχετλιαστικό
      γενική του σχετλιαστικού της σχετλιαστικής του σχετλιαστικού
    αιτιατική τον σχετλιαστικό τη σχετλιαστική το σχετλιαστικό
     κλητική σχετλιαστικέ σχετλιαστική σχετλιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχετλιαστικοί οι σχετλιαστικές τα σχετλιαστικά
      γενική των σχετλιαστικών των σχετλιαστικών των σχετλιαστικών
    αιτιατική τους σχετλιαστικούς τις σχετλιαστικές τα σχετλιαστικά
     κλητική σχετλιαστικοί σχετλιαστικές σχετλιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχετλιαστικός < (ελληνιστική κοινήσχετλιαστικός < σχετλιάζω < σχέτλιος

Επίθετο[επεξεργασία]

σχετλιαστικός, -ή, -ό : που εκφράζει παράπονο ή αγανάκτηση

σχετλιαστικά επιφωνήματα στην αρχαία ελληνική ήταν όσα εξέφραζαν αγανάκτηση ή μεγάλη θλίψη (ἰώ! ἰού! οὐαί! οἴμοι! φεῦ! και παπαῖ!)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]