σχολάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σχολάρχης οι σχολάρχες
      γενική του
του/της
σχολάρχη
σχολάρχου
των σχολαρχών
    αιτιατική τον/τη σχολάρχη τους/τις σχολάρχες
     κλητική σχολάρχη
(σχολάρχα)
σχολάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχολάρχης < σχολείο + -άρχης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχολάρχης αρσενικό

  • υπεύθυνος / διευθυντής σχολείου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]