σχολαρίκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχολαρίκιον < σχολάρ(ιος) (μέλος ειδικού σώματος της αυτοκρατορικής φρουράς)   + υποκοριστικό επίθημα -ίκιον ή ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του τύπου *σχολαρίκιος [1] Οι σχολάριοι φορούσαν εντυπωσιακά σκουλαρίκια) → δείτε το αρχαίο σχολή [2][3] Ο Ανδριώτης αναφέρεται και σε άλλες εκδοχές, του Κοραή, του Χατζιδάκι, που δε θεωρούνται πιθανές.[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχολαρίκιον ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 λήμμα «σκολαρίκι» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
    Το λήμμα είναι το εξής:
    σκολαρίκι, τό, μεσν. [μεσαιωνικό] σχολαρ-ίκιον < σχολαρικόν ἐνώτιον (=ἐνώτιο ποὺ φοροῦσαν οἱ σχολάριοι = οἱ φρουροὶ τῶν ἀνακτόρων στὸ Βυζάντιο) (Φ. Κουκουλ. στὴν Ἐπετ. Βυζαντ. Σπουδ.[Επετηρίδα Βυζαντινών Σπουδών] 7, 35). Ἀπίθανη ἡ ἑρμηνεία τοῦ Α. Κορ. Ἄτ.[ακτα] 4, 520 καὶ Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 285 ἀπὸ τὸ ἀρχ.[αίο] σκόλλυς
  2. «σκουλαρίκι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. σκουλαρίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]