σχολαρχεῖον
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σχολαρχεῖον | τὰ | σχολαρχεῖα | ||||
| γενική | τοῦ | σχολαρχείου | τῶν | σχολαρχείων | ||||
| δοτική | τῷ | σχολαρχείῳ | τοῖς | σχολαρχείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σχολαρχεῖον | τὰ | σχολαρχεῖα | ||||
| κλητική ὦ! | σχολαρχεῖον | σχολαρχεῖα | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχολαρχεῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) (εκπαίδευση) το σχολαρχείο