σχολιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχολιαστικός < σχολιαστής + -ικός
- (μαρτυρείται από το 1898)
Επίθετο[επεξεργασία]
σχολιαστικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχολιαστικός
|