σχολικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχολικό τα σχολικά
      γενική του σχολικού των σχολικών
    αιτιατική το σχολικό τα σχολικά
     κλητική σχολικό σχολικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σχολικά στην Κούβα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχολικό< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σχολικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχολικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σχολικό