σχολιογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σχολιογράφος οι σχολιογράφοι
      γενική του/της σχολιογράφου των σχολιογράφων
    αιτιατική τον/τη σχολιογράφο τους/τις σχολιογράφους
     κλητική σχολιογράφε σχολιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχολιογράφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχολιογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • σχολιογράφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]