σχωρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sxo.ɾeˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
σχωρεμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχωρεμένος
|
σχωρεμένος
|