σχόλασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχόλασμα τα σχολάσματα
      γενική του σχολάσματος των σχολασμάτων
    αιτιατική το σχόλασμα τα σχολάσματα
     κλητική σχόλασμα σχολάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχόλασμα < λόγια επίδραση στο σκόλασμα[1] (< σχολνάω/σχολνώ) με [sk] > [sx]. Δείτε, σχολείο - σκολειό και σχολάζω.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsxo.la.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχό‐λα‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχόλασμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σχολή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]