σωλήνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σωλήνωση | οι | σωληνώσεις |
γενική | της | σωλήνωσης* | των | σωληνώσεων |
αιτιατική | τη | σωλήνωση | τις | σωληνώσεις |
κλητική | σωλήνωση | σωληνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σωληνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωλήνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωλήνωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωλήνωση