σωληνωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σωληνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σωληνώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]σωληνωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σωληνώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σωληνωμένος
|