σωληνωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σωληνωτά < σωληνωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σωληνωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωληνωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σωληνωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σωληνωτό