σωματεμπορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωματεμπορία θηλυκό και σωματεμπόριο
- (λόγιο) το αδίκημα του εξαναγκασμού (με βία ή απειλές ή εξαπάτηση) μιας γυναίκας να εκδίδεται ως πόρνη. Στην περίπτωση των ανηλίκων το αδίκημα υφίσταται ακόμα και αν υπήρξε συναίνεση του θύματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωματεμπορία