σωματεμπορία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σωματεμπορία θηλυκό και σωματεμπόριο
- (λόγιο) το αδίκημα του εξαναγκασμού (με βία ή απειλές ή εξαπάτηση) μιας γυναίκας να εκδίδεται ως πόρνη. Στην περίπτωση των ανηλίκων το αδίκημα υφίσταται ακόμα και αν υπήρξε συναίνεση του θύματος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σωματεμπορία