σωματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωματικός η σωματική το σωματικό
      γενική του σωματικού της σωματικής του σωματικού
    αιτιατική τον σωματικό τη σωματική το σωματικό
     κλητική σωματικέ σωματική σωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωματικοί οι σωματικές τα σωματικά
      γενική των σωματικών των σωματικών των σωματικών
    αιτιατική τους σωματικούς τις σωματικές τα σωματικά
     κλητική σωματικοί σωματικές σωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωματικός < αρχαία ελληνική σωματικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σωματικός

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στο σώμα έμβιου όντος
  2. που γίνεται με το σώμα ή στο σώμα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη σώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]