σωματικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματικότητα οι σωματικότητες
      γενική της σωματικότητας των σωματικοτήτων
    αιτιατική τη σωματικότητα τις σωματικότητες
     κλητική σωματικότητα σωματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωματικότητα < σωματικ(ός) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική somatics

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.ma.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐μα‐τι‐κό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωματικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]