σωματοδόμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματοδόμηση οι σωματοδομήσεις
      γενική της σωματοδόμησης των σωματοδομήσεων
    αιτιατική τη σωματοδόμηση τις σωματοδομήσεις
     κλητική σωματοδόμηση σωματοδομήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωματοδόμηση < σωματική + δόμηση / body building

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωματοδόμηση θηλυκό ή μπόντι μπίλντινγκ

  • διαδικασία αύξησης της μυϊκής μάζας και ελάττωσης του σωματικού λίπους με συνδυασμό άρσης βαρών, επαρκούς πρόσληψης θερμίδων και θρεπτικών συστατικών, καθώς και ξεκούρασης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]