σωραία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωραία < συμφυρμός των (εί)'σαι + ωραία

Επιφώνημα[επεξεργασία]

σωραία (για άνδρα: σωραίος)

  • (επιφωνηματική έκφραση, προφορικό) προσφώνηση που δηλώνει επιδοκιμασία ή θαυμασμό προς κάποια η οποία είπε κάτι ευφυές ή φέρθηκε με σωστό τρόπο
    ※  Επίσης στο πεδίο των επιφωνηματικών φράσεων και προτάσεων παρατηρούμε αντίστοιχες συγκολλητικές διαδικασίες: ζμπούτσαμ! (<στην πούτσα μου!), σωραίος!/ σωραία! (<είσαι ωραίος!, είσαι ωραία!), ασταδιάλα! (α στο διάολο!). (Στυλιανός Μπενέτος, Τα Ελληνικά Επιφωνήματα: Ήχοι, Σχηματισμοί, Αποτυπώσεις, Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία Α ́ Κύκλου 2016-2017, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας, σελ. 119 [1])

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]