σωραίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σωρραίος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωραίος < συμφυρμός των (εί)'σαι + ωραίος

Επιφώνημα[επεξεργασία]

σωραίος (για γυναίκα: σωραία)

  • (επιφωνηματική έκφραση, προφορικό) προσφώνηση επιδοκιμασίας ή θαυμασμού προς κάποιον που είπε κάτι έξυπνο ή έκανε κάτι σωστό· επιτατικό της απλούστερης αναφώνησης ωραίος!
    ※  Επίσης στο πεδίο των επιφωνηματικών φράσεων και προτάσεων παρατηρούμε αντίστοιχες συγκολλητικές διαδικασίες: ζμπούτσαμ! (<στην πούτσα μου!), σωραίος!/ σωραία! (<είσαι ωραίος!, είσαι ωραία!), ασταδιάλα! (α στο διάολο!). (Στυλιανός Μπενέτος, Τα Ελληνικά Επιφωνήματα: Ήχοι, Σχηματισμοί, Αποτυπώσεις, Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία Α ́ Κύκλου 2016-2017, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας, σελ. 119 [1])
    ※  Σωραίος ρε Μάγκα – Έπλυνε το αυτοκίνητό του μέσα σε νεκροταφείο στο Αγρίνιο. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε (από μπλογκ, ανακτήθηκε στις 21/7/2022, η καταχώρηση συνοδευόταν με την αντίστοιχη φωτογραφία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]