Μετάβαση στο περιεχόμενο

σωριάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σωριάζω < σωρός + -ιάζω

σωριάζω (παθητική φωνή: σωριάζομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]