σωροπυριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό, εγχειρίδιο ή κείμενο. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωροπυριτικός < σωρ(ός) + -ο- + πυριτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
σωροπυριτικός, -ή, -ό,
- (ορυκτολογία) ο σχετικός με χαρακτηριστική μορφή του πυρίτη
- ↪ σωροπυριτικό ορυκτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωροπυριτικός
|