σως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σως < απροσάρμοστο οπτικό δάνειο από τη γαλλική sauce
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σως θηλυκό, άκλιτο
- (γαστρονομία) μη απλοποιημένη γραφή του σος, η σάλτσα
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- σώς (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Κατηγορίες:
- Οπτικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)