σωσίβιος λέμβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωσίβιος λέμβος < (καθαρεύουσα) σωσίβιος (επίθετο) & ἡ λέμβος (θηλυκό ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ὁ λέμβος (αρσενικό)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

σωσίβιος λέμβος θηλυκό (καθαρεύουσα)

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]