σωστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωστά < σωστός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σωστά
- με σωστό τρόπο
- εκφράζει κάποια απορία αυτού που μιλάει, περιμένοντας θετική απάντηση από τον συνομιλητή του
- Ο Γιώργος θα φτάσει αύριο το μεσημέρι, σωστά; - Ναι!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σωστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σωστό