σωστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωστός η σωστή το σωστό
      γενική του σωστού της σωστής του σωστού
    αιτιατική τον σωστό τη σωστή το σωστό
     κλητική σωστέ σωστή σωστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωστοί οι σωστές τα σωστά
      γενική των σωστών των σωστών των σωστών
    αιτιατική τους σωστούς τις σωστές τα σωστά
     κλητική σωστοί σωστές σωστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωστός < αρχαία ελληνική σωστός < σώζω

Επίθετο[επεξεργασία]

σωστός, -ή, -ό

  1. που ανταποκρίνεται στην αλήθεια
    η λύση της άσκησης έδωσε το σωστό αποτέλεσμα
     αντώνυμα: λανθασμένος, λάθος
  2. που γίνεται με κατάλληλο τρόπο, εκπληρώνοντας όλες τις προδιαγραφές
  3. (καθομιλουμένη) λέγεται για κάποιον που δρα σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]