σωστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σωστός | η | σωστή | το | σωστό |
γενική | του | σωστού | της | σωστής | του | σωστού |
αιτιατική | τον | σωστό | τη | σωστή | το | σωστό |
κλητική | σωστέ | σωστή | σωστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σωστοί | οι | σωστές | τα | σωστά |
γενική | των | σωστών | των | σωστών | των | σωστών |
αιτιατική | τους | σωστούς | τις | σωστές | τα | σωστά |
κλητική | σωστοί | σωστές | σωστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωστός < αρχαία ελληνική σωστός < σώζω
Επίθετο[επεξεργασία]
σωστός, -ή, -ό
- που ανταποκρίνεται στην αλήθεια
- η λύση της άσκησης έδωσε το σωστό αποτέλεσμα
- ≠ αντώνυμα: λανθασμένος, λάθος
- η λύση της άσκησης έδωσε το σωστό αποτέλεσμα
- που γίνεται με κατάλληλο τρόπο, εκπληρώνοντας όλες τις προδιαγραφές
- (καθομιλουμένη) λέγεται για κάποιον που δρα σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς