σωστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωστός < αρχαία ελληνική σωστός < σώζω
Επίθετο[επεξεργασία]
σωστός, -ή, -ό
- που ανταποκρίνεται στην αλήθεια
- η λύση της άσκησης έδωσε το σωστό αποτέλεσμα
- ≠ αντώνυμα: λανθασμένος, λάθος
- η λύση της άσκησης έδωσε το σωστό αποτέλεσμα
- που γίνεται με κατάλληλο τρόπο, εκπληρώνοντας όλες τις προδιαγραφές
- (καθομιλουμένη) λέγεται για κάποιον που δρα σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς