σωτηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σωτηρία | οι | σωτηρίες |
γενική | της | σωτηρίας | των | σωτηριών |
αιτιατική | τη | σωτηρία | τις | σωτηρίες |
κλητική | σωτηρία | σωτηρίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωτηρία < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική σωτηρία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐τη‐ρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωτηρία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο ή ασθένεια
- (στη θρησκεία) η λύτρωση της ανθρωπότητας από δεινά όπως ο πόνος, η κακία ή ο θάνατος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σωτηρία στη Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωτηρία
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | σωτηρία | σωτηρία | σωτηρίαι |
Γενική | σωτηρίας | σωτηρίαιν | σωτηριῶν |
Δοτική | σωτηρίᾳ | σωτηρίαιν | σωτηρίαις |
Αιτιατική | σωτηρίαν | σωτηρία | σωτηρίας |
Κλητική | σωτηρία | σωτηρία | σωτηρίαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωτηρία θηλυκό [ ῐ ]
- σωτηρία
- ※ ἀπὸ τῶν Ἀθηνῶν οὐδεμία ἐλπὶς ἦν τιμωρίας οὐδὲ ἄλλη σωτηρία ἐφαίνετο
- από την Αθήνα καμία ελπίδα δεν υπήρχε βοήθειας [ως τιμωρίας στους πολιορκητές], ούτε άλλη σωτηρία φαινόταν
- Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3.20.1.3-4
- ※ ἀπὸ τῶν Ἀθηνῶν οὐδεμία ἐλπὶς ἦν τιμωρίας οὐδὲ ἄλλη σωτηρία ἐφαίνετο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- «σωτηρία» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «σωτηρία» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)