σωφρονιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωφρονιστής < → δείτε τη λέξη σωφρονίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.fɾo.nisˈtis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωφρονιστής αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωφρονιστής
|