σόλδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σόλδιο τα σόλδια
      γενική του σόλδιου
σολδίου
των σόλδιων
σολδίων
    αιτιατική το σόλδιο τα σόλδια
     κλητική σόλδιο σόλδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σόλδιο ουδέτερο