σόλιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σόλιδος | οι | σόλιδοι |
γενική | του | σολίδου | των | σολίδων |
αιτιατική | τον | σόλιδο | τους | σολίδους |
κλητική | σόλιδε | σόλιδοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈso.li.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σό‐λι‐δος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σόλιδος αρσενικό
- (νόμισμα, ιστορία) βυζαντινό νόμισμα, το οποίο κόπηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και χρησιμοποιήθηκε από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σόλιδος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σόλιδος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σόλιδος < (άμεσο δάνειο) λατινική solidus (χρυσό νόμισμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σόλιδος αρσενικό
- (νόμισμα) βυζαντινό νόμισμα, το οποίο κόπηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και χρησιμοποιήθηκε από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Νομίσματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)