σύγγραμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύγγραμμα τα συγγράμματα
      γενική του συγγράμματος των συγγραμμάτων
    αιτιατική το σύγγραμμα τα συγγράμματα
     κλητική σύγγραμμα συγγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύγγραμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγγραμμα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsiɲ.ɣɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύγ‐γραμ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύγγραμμα ουδέτερο

  • επιστημονικό βιβλίο, δοκίμιο, διατριβή, γνωστικό εγχειρίδιο, πνευματικό έργο
    ※  Είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη, κυρίως με επιστημονικά συγγράμματα. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]