σύγκλινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκλι‐νο
- παλιότερος συλλαβισμός : σύ‐γκλι‐νο
- ομόηχο: σύγγλινο
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- σύγκλινο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σύγκλινον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ελληνιστικού σύγκλινος (ομόκλινος & συνδαιτημόνας σε συμπόσιο, συγκλίτης), λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική syncline < αρχαία ελληνική σύν (σύγ-) + -κλινος < κλίνη (κρεβάτι) < κλίνω [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύγκλινο ουδέτερο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύγκλινο | τα | σύγκλινα |
γενική | του | σύγκλινου | των | σύγκλινων |
αιτιατική | το | σύγκλινο | τα | σύγκλινα |
κλητική | σύγκλινο | σύγκλινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- σύγκλινο: → δείτε τη λέξη σύγγλινο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύγκλινο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είδος παστού χοιρινού
→ δείτε τη λέξη σύγγλινο |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v. σύγκλινος - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ σύγκλινο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύγ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)