σύγκλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύγκλυση < (λόγιο) μεσαιωνική ελληνική σύγκληση (πλημμύρα) < συγκλύζω. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + κλύ(ζω) + -ση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.gli.si/
- συλλαβισμός : σύ‐γκλυ‐ση
- παλαιός συλλαβισμός : σύγ‐κλυ‐ση
- ομόηχα: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύγκλυση θηλυκό
- πλημμύρα
- (μετεωρολογία) πολυομβρία, ραγδαία βροχή
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύγκλυση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύγ- (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)