Μετάβαση στο περιεχόμενο

σύγκρουση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκρουση οι συγκρούσεις
      γενική της σύγκρουσης* των συγκρούσεων
    αιτιατική τη σύγκρουση τις συγκρούσεις
     κλητική σύγκρουση συγκρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύγκρουση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγκρου(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε σύγ- + κρούση.  δείτε τη λέξη συγκρούομαι
Σύγκρουση αυτοκινήτων.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡɾu.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύγκρουση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύγκρουση θηλυκό

  1. ορμητική πτώση ενός κινούμενου αντικειμένου πάνω σε άλλο κινούμενο ή ακίνητο αντικείμενο
    παράδειγμα  θανατηφόρα μετωπική σύγκρουση δύο αυτοκινήτων
  2. πολεμική, αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους μάχη, αναμέτρηση, διαφωνία
      Η δομή, πρωταρχική και βασική, στην πραγματικότητα περιορίζεται σε μια αρχετυπική σύγκρουση αντιθετικών ζευγαριών: του Καλού με το Κακό, του Ανθρώπου με το Κτήνος, της Γυναίκας με τον Άντρα, του Παιδιού με τον Ενήλικο, του Πολιτισμού με τη Φύση. (Μαρί Λου, Πρόμαχος, εκδ. Πατάκης, 2016, μεταφραστής Αλέξης Καλοφωλιάς)
     συνώνυμα: σύρραξη
  3. αναντιστοιχία, ασυμβατότητα
    παράδειγμα  οι απόψεις σου έρχονται σε σύγκρουση με την κοινή λογική
  4. (πληροφορική) η εσφαλμένη υπαγωγή περιοχής δίσκου, κάρτας μνήμης ή άλλου φορέα δεδομένων σε διαφορετικά (περισσότερα του ενός) αναγνωριστικά (αναγνωριστικούς κώδικες)
  5. (πληροφορική) collision: η ταυτόχρονη χρήση ομοίων ονομάτων (πχ. μεταβλητών, συναρτήσεων) ή κωδικών (πχ. κωδικών κατατεμαχισμού), οπότε δημιουργείται πρόβλημα ταυτοποίησης τους
     δείτε τη λέξη σύγκρουση ονομάτων

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • σύγκρουση γιγάντων: τα δύο αντιμαχόμενα μέρη είναι εξίσου πολύ ισχυρά
  • σύγκρουση συμφερόντων: η περίπτωση κατά την οποία η αποστολή ή η εργασία που έχει αναλάβει κάποιος βρίσκεται σε σύγκρουση με τα προσωπικά του συμφέροντα
  • σύγκρουση δεδομένων:
  1. ύπαρξη (ή έστω εμφάνιση σε κάποιον) αντιφατικών δεδομένων
  2. (πληροφορική) καπέλωση εγγραφής δεδομένου από άλλο όμως πλέον χωρίς να ξέρουμε που (σε ποιο αναγνωριστικό) αντιστοιχεί ή αν το καπέλωμα ήταν μερικό και άρα το νέο ψευδοδεδομένο δεν ταιριάζει με κανένα πρωταρχικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις κρούση και κρούω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]