Μετάβαση στο περιεχόμενο

σύμβασις

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύμβασῐς αἱ συμβάσεις
      γενική τῆς συμβάσεως
ιωνικός συμβάσιος
τῶν συμβάσεων
      δοτική τῇ συμβάσει ταῖς συμβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύμβασῐν τὰς συμβάσεις
     κλητική ! σύμβασῐ συμβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμβάσει
γεν-δοτ τοῖν  συμβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύμβασις < συμβαίνω, συμβα- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + βάσις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύμβασις, -εως θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) συμβάδιση
  2. συμφωνία, συνθήκη, διευθέτηση, σύμβαση
  3. σύμπτωση
    εκφράσεις: κατὰ σύμβασιν

Συγγενικά

[επεξεργασία]