σύμμειξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμμειξη | οι | συμμείξεις |
γενική | της | σύμμειξης* | των | συμμείξεων |
αιτιατική | τη | σύμμειξη | τις | συμμείξεις |
κλητική | σύμμειξη | συμμείξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμμείξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύμμειξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμμ(ε)ιξις[1] / σύμμιξις < συμμ(ε)ίγνυμι (αναμειγνύω μαζί)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsi.mi.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐μει‐ξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύμμειξη θηλυκό
- ανάμειξη, ανακάτωμα, συνένωση (διαφορετικών πραγμάτων μεταξύ τους)
- (γλωσσολογία) συνώνυμο του συμφυρμός
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σύμμειξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)