σύμπλοκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύμπλοκο | τα | σύμπλοκα |
γενική | του | σύμπλοκου & συμπλόκου |
των | σύμπλοκων & συμπλόκων |
αιτιατική | το | σύμπλοκο | τα | σύμπλοκα |
κλητική | σύμπλοκο | σύμπλοκα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύμπλοκο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμπλοκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύμπλοκο αρσενικό
- (χημεία) σταθερό συγκρότημα από άτομα που έχει σαν κέντρο ένα μεταλλικό, συνήθως, ιόν και γύρω του δεσμευμένα μόρια ή ιόντα τα οποία ονομάζονται υποκαταστάτες ή συναρμοτές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σύμπλοκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύμπλοκο