σύμπνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύμπνοια < (ελληνιστική κοινή) σύμπνοια < σύν + αρχαία ελληνική πνέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύμπνοια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύμπνοια