σύμπτυξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμπτυξη οι συμπτύξεις
      γενική της σύμπτυξης* των συμπτύξεων
    αιτιατική τη σύμπτυξη τις συμπτύξεις
     κλητική σύμπτυξη συμπτύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπτύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύμπτυξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμπτυξις < αρχαία ελληνικήσυμπτύσσω < σύν (συμ-) + πτύσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύμπτυξη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]