σύμφυτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύμφυτο τα σύμφυτα
      γενική του σύμφυτου
συμφύτου
των σύμφυτων
συμφύτων
    αιτιατική το σύμφυτο τα σύμφυτα
     κλητική σύμφυτο σύμφυτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σύμφυτο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύμφυτο < αρχαία ελληνική σύμφυτον < σύν + φύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύμφυτο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Symphytum στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σύμφυτο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σύμφυτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύμφυτος