σύμφωνο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύμφωνο | τα | σύμφωνα |
| γενική | του | συμφώνου & σύμφωνου |
των | συμφώνων |
| αιτιατική | το | σύμφωνο | τα | σύμφωνα |
| κλητική | σύμφωνο | σύμφωνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύμφωνο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμφωνον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου σύμφωνος < σύν (σύμ-) + φων(ή) + -ος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐φω‐νο
- τονικό παρώνυμο: συμφωνώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύμφωνο ουδέτερο
- (γλωσσολογία, φωνητική) φθόγγος που παράγεται από το στένεμα ή τη φραγή του αέρα από τα φωνητικά όργανα
- ※ Η Μέλπω μίλαγε με αδύναμα τα σύμφωνα και με ανύπαρκτα τα οδοντικά του, δου, θου - πώς να προφέρεις άλλωστε τα οδοντικά χωρίς δόντια. Είχε χάσει μου έλεγε, πριν από χρόνια τη μασέλα της σε συνθήκες που δε θέλω να σας περιγράψω, γιατί θα σας στενοχωρήσω. (Στέλιος Μάινας, Τα φαινόμενα απατούν, εκδ. Καστανιώτη, 2010)
Κάθε ανθρώπινη γλώσσα έχει τα δικά της σύμφωνα. Στα κοινά νέα ελληνικά υπάρχουν περίπου 27 σύμφωνα, ανάλογα με τον τρόπο μέτρησης (αδιαμφισβήτα σύμφωνα ή και τα αλλόφωνα).- ※ Αναλυτικά, τα σύμφωνα της κοινής νέας ελληνικής είναι: - στο λήμμα φωνήεν-σύμφωνο - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- (γραμματική, γράμμα) σύμβολο για συμφωνικό φθόγγο
τα σύμφωνα του νεότερου ελληνικού αλφαβήτου είναι 17 κεφαλαία (Β, Γ, Δ, Ζ, Θ, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Π, Ρ, Σ, Τ, Φ, Χ, Ψ) και 18 πεζά (β, γ, δ, ζ, θ, κ, λ, μ, ν, ξ, π, ρ, σ & ς, τ, φ, χ, ψ) Τα συμπλέγματά τους είναι 6 (μπ, ντ, γκ, γγ, τσ, τζ)
τα κεφαλαία σύμφωνα του βασικού νεότερου λατινικού αλφαβήτου είναι 18 (B, C, D, F, G, J, K, L, M, N, P, Q, R, S, T, U, X, Z) και επιπλέον το W και το Υ
- (πολιτική) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών
Σύμφωνο της Βαρσοβίας
παραβιάζεται το σύμφωνο μη επιθέσεως
Υπώνυμα
[επεξεργασία] Είδη συμφώνων
| στην φωνητική |
|---|
| άηχο σύμφωνο • ανακεκαμμένο σύμφωνο • διχειλικό σύμφωνο • ένηχο σύμφωνο • ηχηρό σύμφωνο • κεντρικό σύμφωνο • κλειστό σύμφωνο • μη πνευμονικό σύμφωνο • μονοπαλλόμενο σύμφωνο • παλλόμενο σύμφωνο • πλευρικό σύμφωνο • πλευρικό προσεγγιστικό σύμφωνο • πνευμονικό σύμφωνο • προσεγγιστικό σύμφωνο • πολυπαλλόμενο σύμφωνο • προστριβόμενο σύμφωνο • ρινικό/έρρινο σύμφωνο • στοματικό σύμφωνο • τριβόμενο σύμφωνο • υπερωικό σύμφωνο • φατνιακό σύμφωνο • φρακτικό σύμφωνο • χειλοδοντικό σύμφωνο |
| στην φωνητική και στην ελληνική γραμματική |
| διπλό σύμφωνο • οδοντικό σύμφωνο • ουρανικό σύμφωνο • υγρό σύμφωνο • χειλικό σύμφωνο |
| στην ελληνική γραμματική |
| άφωνο σύμφωνο, δασύ(πνοο) σύμφωνο, συριστικό σύμφωνο, ψιλό(πνοο) σύμφωνο |
| → δείτε και τον όρο ημίφωνο |
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]για τον φθόγγο:
→ και δείτε τη λέξη σύμφωνος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
σύμφωνο στη Βικιπαίδεια

-
consonant στην αγγλική Βικιπαίδεια
(και πίνακας)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλωσσολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Φωνητική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Γράμματα (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)