σύναψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύναψη | οι | συνάψεις |
γενική | της | σύναψης* | των | συνάψεων |
αιτιατική | τη | σύναψη | τις | συνάψεις |
κλητική | σύναψη | συνάψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνάψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύναψη < αρχαία ελληνική σύναψις < συνάπτω < σύν + ἅπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύναψη θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποτέλεσμα τού συνάπτω